πολιτικολογία

πολιτικολογία
η, Ν
αδιάκοπη και συχνά άσκοπη και ατελέσφορη συζήτηση γύρω από πολιτικά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολιτικολογία — η φλύαρη πολιτική συζήτηση για πολιτικά πράγματα: Όλη τη μέρα ασχολούνται με το χαρτί και την πολιτικολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογώ — έω, Ν μιλώ διαρκώς για πολιτική, μού αρέσει η πολιτικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • πολιτικολογώ — πολιτικολόγησα, μιλώ πολύ, συνεχώς για πολιτική, μ αρέσει η πολιτικολογία: Όπου κι αν βρισκόταν πολιτικολογούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”